-
1 ἀν-ήκω
ἀν-ήκω, hinausgekommen sein, sich hinauserstrecken, anwachsen, τοῠδ' ἀνδρὸς τοὖργον τόδε μεῖζον ἀνήκει, vom Leiden des Herakles, Soph. Trach. 1014; bei Her. bes. εἴς τι, 7, 60; εἰς τοῠτο ϑράσεος ἀνήκει, εἰς τοσοῠτο εὐηϑείης, 7, 9. 16, so weit gekommen sein; πρόσω ἀρετῆς 7, 237; ἐς οὐδὲν ἀνήκει, es läuft auf nichts hinaus, 2, 104; γεωπεῖναι ἐς τὰ μέγιστα ἀνήκοντες, bis aufs Aeußerste arm an Land, 8, 111. Bei Xen. εἰς μεσόγαιαν ἀνήκει, erstreckt sich landeinwärts, An. 6, 4, 5; μέγιστον διάστημα D. Sic. 3, 15; übertr., τὰ πρὸς τὴν τροφὴν ἀνήκοντα, was sich auf den Unterhalt bezieht, dazu gehört, Pol. 2, 15 u. öfter; πρὸς ἐμὲ ανήκει τοῠτο, das trifft mich, 11, 5; λόγος εἰς τοὺς πρώτους πάλιν ἀνήκει, kehrt zurück, Plat. Theaet. 196 b.
См. также в других словарях:
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… … Dictionary of Greek
ρύμα — (I) ύματος, τὸ, Α βλ. ρύμα. (II) ύματος, τὸ, Α 1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία 2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.) 3. στον πληθ. τὰ ῥύματα τα βοηθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ.… … Dictionary of Greek